oft-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oft- < γερμανική oft, αγγλική often

oft- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: συχνά

Παράγωγα

[επεξεργασία]