oftiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα oftiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | oftiĝas | oftiĝanta | oftiĝata |
αόριστος | oftiĝis | oftiĝinta | oftiĝita |
μέλλοντας | oftiĝos | oftiĝonta | oftiĝota |
υποθετική | oftiĝus | - | - |
προστακτική | oftiĝu | - | - |
oftiĝi (eo)
- γίνομαι συχνός