ogień
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ogień < πρωτοσλαβική ognь
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ogień (pl) θηλυκό
- η φωτιά
- (μεταφορικά) η φλόγα, το πάθος
ogień < πρωτοσλαβική ognь
ogień (pl) θηλυκό