ogień
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ogień < πρωτοσλαβική ognь
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ogień (pl) θηλυκό
- η φωτιά
- (μεταφορικά) η φλόγα, το πάθος