on accident
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on accident (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του by accident
- ↪ I met him on accident.
- Τον συνάντησα κατά τύχη.
- ↪ I met him on accident.