on the market
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]on the market (en)
- (ιδιωματισμός) κυκλοφορώ, που είναι διαθέσιμος για αγορά
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
- Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.