Μετάβαση στο περιεχόμενο

oncoming

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oncoming < on- + coming

Επίθετο

[επεξεργασία]

oncoming (en)

  • που πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση
      oncoming cars - τα αυτοκίνητα που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση