onset

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

onset < on- + set

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

onset (en) (μόνο ενικός)

  • η έφοδος, η αρχή για κάτι, ειδικά για κάτι δυσάρεστο
    the onset of winter - η έφοδος του χειμώνα

Πηγές[επεξεργασία]