ophtalmologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔf.tal.mɔ.lɔ.ʒik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ophtalmologique ophtalmologiques

ophtalmologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό