opportuniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
opportuniste | opportunistes |
Επίθετο
[επεξεργασία]opportuniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
opportuniste | opportunistes |
opportuniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό