opportuniste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
opportuniste opportunistes

Επίθετο

[επεξεργασία]

opportuniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό