οπορτουνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπορτουνιστής < όρος λατινικής προέλευσης opportunus
Επίθετο[επεξεργασία]
οπορτουνιστής αρσενικό ή θηλυκό
ο ευνοιοκρατικός, αυτός που συμβιβάζεται για προσωπικό και επιμεριστικό συμφέρον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπορτουνιστής
|