επιμεριστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]γραμμ. «επιμεριστικές αντωνυμίες» που δηλώνουν επιμερισμό, ξεχώρισμα «έκαστος» (= κάθε ένας από τους πολλούς)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]επιμεριστικό -ή, -ον αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον επιμερισμό.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αιτιατική ενικού του επιμεριστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επιμεριστικός