επιμεριστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιμεριστικό < επί και μερίζω

γραμμ. «επιμεριστικές αντωνυμίες» που δηλώνουν επιμερισμό, ξεχώρισμα «έκαστος» (= κάθε ένας από τους πολλούς)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

επιμεριστικό -ή, -ον αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον επιμερισμό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]