επιμερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμερισμός < ελληνιστική κοινή ἐπιμερισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιμερισμός αρσενικό
- ο χωρισμός ενός ποσού ή αφηρημένου πράγματος σε μερίδια και η κατανομή τους
- ※ ο διαχειριστής της πολυκατοικίας είναι αρμόδιος για τον επιμερισμό των κοινόχρηστων εξόδων στα διαμερίσματα
- ※ η δικαιοσύνη θα αποφανθεί για τον επιμερισμό των ευθυνών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμερισμός