Μετάβαση στο περιεχόμενο

splitting

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
splitting splittings

splitting (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

splitting (en)