oppressé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oppressé | oppressés |
θηλυκό | oppressée | oppressées |
Επίθετο[επεξεργασία]
oppressé (fr)
- που υποφέρει από δύσπνοια
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | oppressé | oppressés |
θηλυκό | oppressée | oppressées |
oppressé (fr)