optometrist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
optometrist | optometrists |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- optometrist < optometr(y) (< opto- + -metry) + -ist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
optometrist (en)