Μετάβαση στο περιεχόμενο

opulence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opulence (en)

  1. η χλιδή, η πολυτέλεια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
opulence opulences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

opulence (fr) θηλυκό