oratrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
oratrice oratrices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oratrice (fr) θηλυκό