Μετάβαση στο περιεχόμενο

ordonnance

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ordonnance <  δείτε τις λέξεις ordonner και -ance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.dɔ.nɑ̃s/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ordonnance ordonnances

ordonnance (fr) θηλυκό

  1. η συνταγή
  2. η ορντινάντσα