organologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.ɡa.nɔ.lɔ.ʒik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
organologique organologiques

organologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό