orographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orographique | orographiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
orographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
orographique | orographiques |
orographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό