orthodoxe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- orthodoxe < ελληνιστική κοινή ὀρθόδοξος < αρχαία ελληνική ὀρθός + δόξα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔʁ.tɔ.dɔks/
- orthodoxe
Επίθετο[επεξεργασία]
orthodoxe (fr)