Μετάβαση στο περιεχόμενο

orthogénie

Από Βικιλεξικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
orthogénie orthogénies

orthogénie (fr) θηλυκό


Συνώνυμα

[επεξεργασία]