osso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιντερλίνγκουα (ia) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
osso (ia)
- το κόκαλο
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
osso | ossi |
osso (it) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
osso | ossos |
osso (pt) αρσενικό