Μετάβαση στο περιεχόμενο

otologie

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
otologie otologies

otologie (fr) θηλυκό