otologie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
otologie | otologies |
otologie (fr) θηλυκό
- η ωτολογία
ενικός | πληθυντικός |
otologie | otologies |
otologie (fr) θηλυκό