otorrée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
otorrée | otorrées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
otorrée (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη otorrhée
ενικός | πληθυντικός |
otorrée | otorrées |
otorrée (fr) θηλυκό