otorrhée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
otorrhée otorrhées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

otorrhée (fr) θηλυκό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]