otoscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
otoscope | otoscopes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
otoscope (fr) αρσενικό
- το ωτοσκόπιο
ενικός | πληθυντικός |
otoscope | otoscopes |
otoscope (fr) αρσενικό