otter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
otter | otters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]otter (en)
- (θηλαστικό ζώο) η ενυδρίδα, ο σκυλοπόταμος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
otter στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
otter | otters |
otter (en)