ourse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ourse | ourses |
ourse (fr) θηλυκό
- η θηλυκή αρκούδα
ενικός | πληθυντικός |
ourse | ourses |
ourse (fr) θηλυκό