Μετάβαση στο περιεχόμενο

ourse

Από Βικιλεξικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ourse ourses

ourse (fr) θηλυκό


Δείτε επίσης

[επεξεργασία]