overarching

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

overarching (en)

  1. πρωταρχικός, εξαιρετικά σημαντικός
    an overarching goal - πρωταρχικός σκοπός