Μετάβαση στο περιεχόμενο

overflow

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overflow < over- + flow

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
overflow overflows

overflow (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) το πλεόνασμα, έναν αριθμό προσώπων ή πραγμάτων που δεν χωρούν στον διαθέσιμο χώρο
      new towns for London’s overflow population - νέες πόλεις για τον πλεονάζοντα πληθυσμό του Λονδίνου
      an overflow audience/meeting due to overcrowding - ακροατήριο/συγκέντωση έξω από τον κύριο χώρο λόγω συνωστισμού
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) το ξεχείλισμα, η υπερχείλιση, το να πλημμυρίζει δοχείο, ποταμός κτλ. σε μια περιοχή
      a bathtub overflow - ξεχείλισμα της μπανιέρας
      a tank overflow - υπερχείλιση ντεπόζιτου
  3. (και overflow pipe) ο σωλήνας υπερχείλισης
ενεστώτας overflow
γ΄ ενικό ενεστώτα overflows
αόριστος overflowed
παθητική μετοχή overflowed
ενεργητική μετοχή overflowing

overflow (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, παραγεμίζω, υπερχειλίζω, για το περιεχόμενο κάτι που αρχίζει να χύνεται έξω
      The basin is overflowing.
    Ξεχείλισε η λεκάνη.
      The river overflowed (its banks).
    Το ποτάμι πλημμύρισε.
      The tank overflowed.
    Το ντεπόζιτο παραγέμισε.
      (μεταφορικά) His heart is overflowing with love.
    Η καρδιά του ξεχειλίζει από αγάπη.
      (μεταφορικά) My chest is overflowing with joy.
    Το στήθος μου πλημμυρίζει από χαρά.
  2. (αμετάβατο) πλημμυρίζω, παραγεμίζω, για ένα μέρος που έχει πάρα πολλά πρόσωπα ή πράγματα
      The streets overflowed with cars.
    Πλημμύρισαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα.
      The square overflowed from the crowd gathering.
    Πλημμύρισε η πλατεία από το συγκεντρωμένο πλήθος.
      The bus overflowed (with people) and the passengers are on top of each other.
    Παραγέμισε το λεωφορείο κι οι επιβάτες είναι ο ένας πάνω στον άλλο.
      The square was overflowing with people.
    Η πλατεία ήταν φίσκα από κόσμο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεχύνομαι από ένα μέρος σε άλλο, απλώνομαι πέρα ​​από τα όρια ενός μέρους ή ενός δοχείου που είναι πολύ γεμάτο
      The meeting overflowed from the assembly room into the hallways.
    Η συγκέντρωση απλώθηκε από την αίθουσα στους διαδρόμους.