Μετάβαση στο περιεχόμενο

overlap

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
overlap < over- + lap

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
overlap overlaps

overlap (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επικάλυψη, σύμπτωση τομέων ενδιαφέροντος, γνώσεων κτλ.
      The problems are created by the overlap of responsibilities between ministries.
    Τα προβλήματα δημιουργούνται από την επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των υπουργείων.
      An uncle shares a 25% genetic overlap.
    Ένας θείος μοιράζεται γενετική επικάλυψη 25%.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επικάλυψη, η αλληλεπικάλυψη, η αλληλοεπικάλυψη, το ποσό με το οποίο ένα πράγμα επικαλύπτει ένα άλλο πράγμα
      There is an overlap of 5 cm on each roof tile.
    Σε κάθε κεραμίδι υπάρχει επικάλυψη 5 εκατοστών.
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) η χρονική σύμπτωση, χρονική περίοδος κατά την οποία δύο γεγονότα ή δραστηριότητες συμβαίνουν μαζί
      There will be an overlap of a week while John teaches Ann the job.
    Θα υπάρχει χρονική σύμπτωση μιας εβδομάδας, όσο ο Γιάννης εκπαιδεύει την Άννα στη δουλειά.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • για κάτι του οποίου τμήμα της διάρκειας ή της επιφάνειάς του είναι κοινό με κάτι άλλο
ενεστώτας overlap
γ΄ ενικό ενεστώτα overlaps
αόριστος overlapped
παθητική μετοχή overlapped
ενεργητική μετοχή overlapping

overlap (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλληλοκαλύπτονται, αλληλεπικαλύπτομαι, αλληλοεπικαλύπτομαι, που επικαλύπτονται το ένα το άλλο
      A fish’s scales overlap (each other).
    Τα λέπια ενός ψαριού αλληλοκαλύπτονται.
      The wall was built of overlapping stone slabs.
    Ο τοίχος χτίστηκε από πέτρινες πλάκες που αλληλοκαλύπτονται.
      The advertisement overlaps the content of the page.
    Η διαφήμιση αλληλοεπικαλύπτεται με το περιεχόμενο της σελίδας.
      The floor was protected with overlapping sheets of newspaper.
    Το πάτωμα ήταν προστατευμένο με εφημερίδες που επικαλύπτονταν η μία την άλλη.
  2. (μεταβατικό) επικαλύπτω, καλύπτω κάτι μερικώς από κάτι
      You will need to overlap the pieces of wood slightly.
    Θα χρειαστεί να επικαλύψεις ελαφρώς τα κομμάτια ξύλου.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμπίπτω χρονικώς και μερικώς
      It’s a shame that the two concerts overlap (each other) because I would like to go to both (of them).
    Κρίμα που συμπίπτουν οι δυο συναυλίες γιατί θα ήθελα να πάω και στις δύο.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμπίπτω, αλληλεπικαλύπτομαι, αλληλοεπικαλύπτομαι, επικαλύπτω ένα τμήμα του ίδιου τομέα ενδιαφέροντος, γνώσης, ευθύνης κτλ.
      Our interests overlap.
    Τα ενδιαφέροντά μας συμπίπτουν.
      The language of science overlaps with that of everyday life.
    Η γλώσσα της επιστήμης συμπίπτει με εκείνη της καθημερινής ζωής.
      The themes of this novel overlap those explored by other writers of the period.
    Τα θέματα αυτού του μυθιστορήματος συμπίπτουν με εκείνα που εξερεύνησαν άλλοι συγγραφείς της εποχής.
      The confusion arises because their responsibilities overlap.
    Η σύγχυση προκύπτει επειδή οι αρμοδιότητές τους αλληλεπικαλύπτονται.