overlap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
overlap (en)
- ημικαλύπτω, ημικαλύπτομαι, καλύπτομαι μερικώς από κάτι
- αλληλεπικαλύπτομαι, αλληλοεπικαλύπτομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
overlap (en) και overlapping (en)
- επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, αλληλοεπικάλυψη, μερική επικάλυψη
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- synchronous: σύγχρονο, που ταυτίζεται απολύτως χρονικά
- synchronicity: συγχρονισμός
- overlap, overlapping: για κάτι του οποίου τμήμα της διάρκειας ή της επιφάνειάς του είναι κοινό με κάτι άλλο