pâquerette
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pâquerette | pâquerettes |
pâquerette (fr) θηλυκό
- η πακερέτα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- au ras des pâquerettes - τιποτένιος
- la discussion est au ras des pâquerettes - η συζήτηση είναι πολύ χαμηλού επιπέδου