pâquerette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pâquerette | pâquerettes |
pâquerette (fr) θηλυκό
- η πακερέτα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- au ras des pâquerettes - τιποτένιος
- la discussion est au ras des pâquerettes - η συζήτηση είναι πολύ χαμηλού επιπέδου