pécheresse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pécheresse | pécheresses |
pécheresse (fr) θηλυκό
- η αμαρτωλή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη péché