pécheur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pécheur | pécheurs |
θηλυκό | pécheresse | pécheresses |
pécheur (fr).
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη péché