Μετάβαση στο περιεχόμενο

pédéraste

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pédéraste pédérastes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pédéraste (fr) αρσενικό ή θηλυκό