pédologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pédologique < pédologie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pédologique | pédologiques |
pédologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό