półwysep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

półwysep < από τις λέξεις pół και wyspa

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /puwˈvɨsɛp/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

półwysep (pl) αρσενικό