pół

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αριθμητικό[επεξεργασία]

pół (pl) άκλιτο

  1. ως επιθετικός προσδιορισμός: ο μισός (το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός συνόλου)
    potrzebuję pół szklanki cukru. - χρειάζομαι μισό φλιτζάνι ζάχαρη
    czekam już pół godziny - περιμένω ήδη μισή ώρα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • na pół: στη μέση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]