painter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
painter (en)
- (επάγγελμα) ο ζωγράφος
- ↪ My husband is a popular painter.
- Ο σύζυγός μου είναι δημοφιλής ζωγράφος.
- ↪ My husband is a popular painter.
- ο βαφέας, ο μπογιατζής