βαφέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βαφέας | οι | βαφείς |
γενική | του του/της |
βαφέα βαφέως |
των | βαφέων |
αιτιατική | τον/τη | βαφέα | τους/τις | βαφείς |
κλητική | βαφέα | βαφείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαφεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαφέας αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Για τους βαφείς κτηρίων είναι συνηθέστερη η ονομασία ελαιοχρωματιστής ή κοινά μπογιατζής (αρσενικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)