paint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paint | paints |
paint (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | paint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paints |
αόριστος | painted |
παθητική μετοχή | painted |
ενεργητική μετοχή | painting |
paint (en)