painting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
painting | paintings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
painting (en) θηλυκό