Μετάβαση στο περιεχόμενο

painting

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
painting paintings

painting (en)

  1. (μετρήσιμο) η ζωγραφιά, ο πίνακας (ζωγραφικής)
      The wall was hung with paintings.
    Στον τοίχο κρέμονταν ζωγραφιές.
      My favorite painting is “The Kiss”.
    Ο αγαπημένος μου πίνακας είναι «Το Φιλί».
      My cousin has a large collection of paintings.
    Ο ξάδελφός μου έχει μια μεγάλη συλλογή με πίνακες ζωγραφικής.
  2. (μη μετρήσιμο) η ζωγραφική, η πράξη του ζωγραφίζω
      Painting is one of the fine arts.
    H ζωγραφική είναι μία από τις καλές τέχνες.
  3. (μη μετρήσιμο) το βάψιμο, η ενέργεια του βάφω την επιφάνεια αντικειμένων, τοίχων κτλ.
      The front side of the apartment building needs painting.
    Η μπροστινή πλευρά της πολυκατοικίας θέλει βάψιμο.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

painting (en)