palpably
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
palpably (en)
- ψηλαφητά, ψηλαφήσιμα (απ' το ψηλαφώ), ψηλαφίσιμα (απ' το ψηλαφίζω)
- απτά, χειροπιαστά
- (μεταφορικά) άμεσα, σαφώς και κατανοητά