paltò
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paltò < (άμεσο δάνειο) γαλλική paletot < μέση αγγλική paltock
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]paltò (it) αρσενικό άκλιτο
Πηγές
[επεξεργασία]- paltò - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).