pander
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pander (en)
- προαγωγός
- η μεσολάβηση για προσφορά σεξ έναντι χρημάτων
Ρήμα
[επεξεργασία]pander (en)
- ενεργώ ως προαγωγός
- κολακεύω, απευθύνομαι στις αδυναμίες και τα ελαττώματα κάποιου