pander

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pander (en)

  1. προαγωγός
  2. η μεσολάβηση για προσφορά σεξ έναντι χρημάτων

Ρήμα[επεξεργασία]

pander (en)

  1. ενεργώ ως προαγωγός
  2. κολακεύω, απευθύνομαι στις αδυναμίες και τα ελαττώματα κάποιου