panthéistique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɑ̃.te.is.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
panthéistique | panthéistiques |
panthéistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό