paramagnétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ʁa.ma.ɲe.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paramagnétique paramagnétiques

paramagnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό