Μετάβαση στο περιεχόμενο

parlementaire

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parlementaire parlementaires

parlementaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parlementaire parlementaires

parlementaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο /η βουλευτής
  2. η βουλευτίνα