parlementaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parlementaire | parlementaires |
parlementaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parlementaire | parlementaires |
parlementaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο /η βουλευτής
- η βουλευτίνα