Μετάβαση στο περιεχόμενο

parodie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
parodie parodies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parodie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]